- πολυτλήμων
- -ονος, ὁ, ἡ, Α1. (κυρίως ως προσωνυμία τού Οδυσσέως) α) αυτός που υπομένει πολλά βάσαναβ) (κατ' επέκτ.) ο καρτερικός2. (για τους θνητούς) αυτός που υφίσταται πολλά δεινά, βάσανα, ο δυστυχής («ἰὼ βροτοί... πολυτλήμονες», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + τλήμων (< θ. τλᾶ-/ τλη- τού τλάω-ῶ)].
Dictionary of Greek. 2013.